- δάμασμα
- το (Μ δάμασμα) [δαμάζω]η πράξη και το αποτέλεσμα τού δαμάζω, η τιθάσευση, η καθυπόταξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δάμασμα — το η τιθάσευση, η εξημέρωση: Το δάμασμα των στοιχείων της φύσης υπήρξε πάντα μια από τις επιδιώξεις του ανθρώπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάμαση — η (AM δάμασις) [δαμάζω] το δάμασμα … Dictionary of Greek
δαμασμός — ο (AM δαμασμός) [δαμάζω] το δάμασμα … Dictionary of Greek
δμήσις — δμῆσις, η (Α) [δάμνημι] δάμασμα, τιθάσευση («ἵππων δμῆσις») … Dictionary of Greek
πωλεία — και πωλέα, ἡ, Α [πωλεύω] 1. δάμασμα, εκγύμναση πουλαριών 2. εκτροφή πουλαριών … Dictionary of Greek
εξημέρωμα — το, ατος 1. τιθάσευση, δάμασμα, (η)μέρωμα. 2. μτφ., κατευνασμός, καλμάρισμα. 3. εκπολιτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)